βρύση

βρύση
Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών. 3. Πεδινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 60 μ.) στην πρώην επαρχία Θυάμιδος του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβότων. 4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 289 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφανού.
* * *
η (AM βρύσις)
φυσική πηγή, ανάβλυση νερού
νεοελλ.
1. κρουνός με ή χωρίς διακόπτη απ' όπου τρέχει νερό
2. (ως επίρρ.) (κυρίως για δάκρυα) άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρύω. Η λ. βρύση, όπως και οι συνώνυμες της κρουνός, κρήνη, αρχικά σήμαινε «πηγή, ανάβλυση νερού», σημασία την οποία διατήρησαν και στη νέα Ελληνική. Επιπλέον όμως και με βάση την αρχική αυτή σημασία συνεκδοχικά η λ. βρύση, όπως εξάλλου και η λ. κρουνός, κατέληξε να σημαίνει «κάνουλα», δηλ. σωλήνας με στρόφαλο, με τον οποίο ρυθμίζεται η εκροή του νερού. Ενώ η λ. κρήνη δηλώνει και το κτίσμα το οποίο φέρει έναν ή περισσότερους κρουνούς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κεφαλόβρυση, κρυόβρυση, κρυσταλλόβρυση, ξερόβρυση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρύση — η 1. εξάρτημα που προσαρμόζεται στο τέλος του υδραγωγού σωλήνα και μας δίνει τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε το πέρασμα ή τη διακοπή του νερού. 2. μέρος όπου αναβρύζει νερό, πηγή: Υπάρχει μια βρύση στην πλατεία του χωριού. 3. κτίσμα με κρουνούς,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρύση — βρύσις bubbling up fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρύσῃ — βρύσηι , βρύσις bubbling up fem dat sg (epic) βρύ̱σῃ , βρύω to be full to bursting aor subj mid 2nd sg βρύ̱σῃ , βρύω to be full to bursting aor subj act 3rd sg βρύζω griúti aor subj mid 2nd sg βρύζω griúti aor subj act 3rd sg βρύζω griúti fut ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρύα Βρύση — Sp Kria Vrisis Ap Κρύα Βρύση/Krya Vrysi L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Δούκα Βρύση — Οικισμός (υψόμ. 480 μ., 170 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται 42 χλμ. ΒΔ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας …   Dictionary of Greek

  • Καλή Βρύση — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 1.065 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές απολήξεις του Μενοικίου όρους, 23 χλμ. Δ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Κρύα Βρύση — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 15 μ., 6.535 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 39 χλμ. ΝΑ της Έδεσσας, στα όρια με τον νομό Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2 …   Dictionary of Greek

  • Κυράς Βρύση — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ., 1.039 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου Περαχώρας …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Βρύση — I Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αφετών. II Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 984 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται σε απόσταση 31 χλμ. ΝΔ του… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Κρύα Βρύση — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”